σωληνάριο

σωληνάριο
το / σωληνάριον, ΝΜΑ, και σωληνάρι και σουληνάρι Ν
μικρός σωλήνας
νεοελλ.
σωληνοειδής θήκη για φάρμακα, κρέμες και αλοιφές
μσν.
σωληνοειδής, κυλινδρική φαρέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος + κατάλ. -άριον (πρβλ. θηκ-άριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σωληνάριο — σωληνάριο, το και σωληνάκι, το μικρός σωλήνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… …   Dictionary of Greek

  • νεφρικός — ή, ό (ΑΜ νεφρικός, ή, όν) [νεφρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς νεοελλ. φρ. α) «νεφρική ανεπάρκεια» ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία οι νεφροί δεν μπορούν να απεκκρίνουν από τον οργανισμό όλες τις τοξικές ουσίες που… …   Dictionary of Greek

  • αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… …   Dictionary of Greek

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • θηλαίος — α, ο [θηλή] ανατ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θηλή τού μαστού 2. φρ. α) «θηλαίος πόρος» ουροφόρο σωληνάριο τού νεφρού που εκβάλλει στη νεφρική θηλή β) «θηλαία άλως» η κυκλοτερής μελάγχρους επιφάνεια γύρω από τη θηλή τού μαστού …   Dictionary of Greek

  • λευκωματουρία — Η παρουσία πρωτεϊνών (λευκωμάτων) στα ούρα σε μετρήσιμες ποσότητες. Ονομάζεται επίσης και λευκωματινουρία, αλβουμινουρία και πρωτεϊνουρία. Τα φυσιολογικά ούρα περιέχουν ελάχιστη ποσότητα λευκώματος, η οποία δεν μπορεί να υπολογιστεί ποσοτικά με… …   Dictionary of Greek

  • σουληνάρι — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (575 κάτ., υψόμ. 350 μ.) στην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 575 κάτ.). Βρίσκεται βορειοανατολικά της Πύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (327 κάτ., υψόμ.… …   Dictionary of Greek

  • οστίτης ιστός — Παραλλαγή συνδετικού οστού, στη θεμέλιο ουσία του οποίου βρίσκεται μεγάλη ποσότητα αλάτων, που προσδίδει χαρακτηριστική σκληρότητα και ανθεκτικότητα σε ολόκληρο τον ιστό. Η μικροσκοπική δομή περιλαμβάνει κύτταρα και μεσοκυττάριο ουσία· τα πρώτα,… …   Dictionary of Greek

  • ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”